παραυλίζω

παραυλίζω
Α [πάραυλος (Ι)]
1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.)
2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον
3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις», Αθήν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραυλίζεσθαι — παραυλίζω lie near pres inf mp παραυλίζεσθαι , παραυλίζω lie near pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραυλίζουσα — παραυλίζω lie near pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) παραυλίζουσα , παραυλίζω lie near pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”